- ομοφυλόφιλος
- -η, -οαυτός που αισθάνεται σεξουαλική έλξη προς άτομο τού ίδιου φύλου και συνάπτει ερωτικές σχέσεις μαζί του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομόφυλος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. υγρό-φιλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομοφυλόφιλος — η, ο αυτός που επιθυμεί ή πετυχαίνει ερωτική απόλαυση με άτομο του ίδιου φύλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek
κολομπαράς — και κωλομπαράς, ο παιδεραστής, ενεργητικός ομοφυλόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kulampara. Ο τ. κωλομπαράς με παρετυμολογική επίδραση τού κώλος] … Dictionary of Greek
ομοφυλοφιλία — Κατάσταση ατόμων, τα οποία εμφανίζουν γενετήσια έλξη μόνο για άτομα του ίδιου με αυτά φύλου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1869 από κάποιον Γερμανό γιατρό γνωστό με το ψευδώνυμο Κέρτμπενυ και, στην κυριολεξία, σημαίνει τη γενετήσια… … Dictionary of Greek
ομοφυλοφιλικός — ή, ό [ομοφυλόφιλος] σχετικός με την ομοφυλοφιλία («ομοφυλοφιλικές σχέσεις») … Dictionary of Greek
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek
πούστης — ο, Ν 1. παθητικός ομοφυλόφιλος, κίναιδος 2. (κατ επέκτ.) αισχρός, ξεδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. puşt] … Dictionary of Greek
πόρνος — ο, ΝΜΑ 1. άνδρας που προσφέρει το σώμα του για σαρκική απόλαυση έναντι χρηματικής αμοιβής, κίναιδος, πούστης 2. ακόλαστος, ασελγής, ανήθικος, διεφθαρμένος αρχ. 1. ο ενεργητικώς ομοφυλόφιλος 2. ειδωλολάτρης νεοελλ. 3. (για γυναίκα, με επιτατ.… … Dictionary of Greek
σοδομιστής — ο, Ν ομοφυλόφιλος, ιδίως ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + ιστής*] … Dictionary of Greek